εξάωρος

εξάωρος
-η, -ο
1. που έχει διάρκεια έξι ωρών: Εξάωρη πορεία.
2. το ουδ. ως ουσ., εξάωρο (βλ. λ.).

Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.

Игры ⚽ Нужно сделать НИР?

Look at other dictionaries:

  • ἑξάωρος — of six masc/fem nom sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • εξάωρος — η, ο (Α ἑξάωρος, ον) 1. αυτός που διαρκεί έξι ώρες («εξάωρη στάση εργασίας») 2. το ουδ. ως ουσ. τὸ ἑξάωρο(ν) χρονικό διάστημα έξι ωρών …   Dictionary of Greek

  • ἑξαώρων — ἑξάωρος of six masc/fem/neut gen pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • εξαωρία — η (Α ἑξαωρία) [εξάωρος] νεοελλ. βάρδια, σκοπιά που διαρκεί έξι ώρες αρχ. οι έξι πρώτες ώρες τής ημέρας …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”